αναπυργώνω

αναπυργώνω
1. ανυψώνω κάτι στερεά σαν πύργο
2. (συνήθως με μτφ. σημασία) εξυψώνω, ανορθώνω, αναπτερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + πυργώνω. Η λ. αναπυργώ (-όω) μαρτυρείται από το 1879 στον καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας Περικλή Γρηγοριάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”